- ξόμπλιασμα
- το, -ατοςη πράξη και το αποτέλεσμα του ξομπλιάζω, διακόσμηση, στόλισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξόμπλιασμα — το [ξομπλιάζω] 1. το στόλισμα με ποικίλματα, με κεντήματα 2. συν. στον πληθ. τα ξομπλιάσματα συκοφαντίες που λέγονται εις βάρος κάποιου … Dictionary of Greek